- επιμεταπέμπομαι
- ἐπιμεταπέμπομαι (Α)καλώ επικουρία πάλι ή εν συνεχεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μετα-πέμπομαι «στέλνω και καλώ κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιμεταπεμπομένων — ἐπιμεταπέμπομαι send for a reinforcement pres part mp fem gen pl ἐπιμεταπέμπομαι send for a reinforcement pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμεταπέμπεσθαι — ἐπιμεταπέμπομαι send for a reinforcement pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)